- Δημάρχου
- Δήμαρχοςchief official of amasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημάρχου — δήμαρχος chief official of a masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημαρχιακός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δημαρχία ή στον δήμαρχο (α. «δημαρχιακές εκλογές» εκλογές για την ανάδειξη δημάρχου και δημοτικού συμβουλίου β. «δημαρχιακός πάρεδρος» βοηθός και αναπληρωτής τού δημάρχου γ. «δημαρχιακή επιτροπή» επιτροπή… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
δημαρχία — η 1. το αξίωμα του δημάρχου: Είχε τη δημαρχία για δύο τετραετίες. 2. η χρονική περίοδος κατά την οποία κάποιος έχει το αξίωμα του δημάρχου: Κατά τη δημαρχία του έγιναν πολλά σημαντικά έργα στην πόλη. 3. το δημαρχείο: Οι γάμοι που γίνονται από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Kapodistrias Museum — The Kapodistrias Museum or Kapodistrias Museum ndash;Centre of Kapodistrian Studies ( el. Μουσείο Καποδίστρια ndash;Κέντρο Καποδιστριακών Μελετών) is a museum dedicated to the memory and life s work of Ioannis Kapodistrias. It is located in the… … Wikipedia
Бутарис, Яннис — Яннис Бутарис греч. Γιάννης Μπουτάρης … Википедия
CAEDIM lustrandi et expiandi ritus — apud Athenienses, olini sollennis memoratur Lege illâ apud Demosthenem comra Macart. Τοὺς δ᾿ ἀπογινομένους εν τοῖς δήμοις οὓς ἄν μηδεὶς ἀναιρῆται, ἐπατγελλέτρα ὁ Δήμαρχος τοῖς προσήκουσιν ἀναιρεῖν καὶ θάπτειν καὶ καθαίρειν τὸν δῆμον τῇ ἡμέρα?, ᾗ… … Hofmann J. Lexicon universale
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
δημαρχία — η (AM δημαρχία) [δήμαρχος] το αξίωμα, το υπούργημα τού δημάρχου νεοελλ. 1. η άσκηση τού δημαρχικού αξιώματος 2. ο χρόνος τής δημαρχικής θητείας («επί τής δημαρχίας του») 3. το δημαρχείο αρχ. 1. η ρωμαϊκή δημαρχία, (tribunatus) 2. γεν. το αξίωμα 3 … Dictionary of Greek
δημαρχίνα — η 1. η σύζυγος τού δημάρχου («να τή λένε δημαρχίνα κι ας ψοφά κι από την πείνα») 2. γυναίκα δήμαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμαρχος. Η λ. μαρτυρείται το 1893 από τον Α. Παπαδιαμάντη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek